κρείττονα

κρείττονα
κρείσσων
stronger
neut nom/voc/acc comp pl (attic)
κρείσσων
stronger
masc/fem acc comp sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρείττον' — κρείττονα , κρείσσων stronger neut nom/voc/acc comp pl (attic) κρείττονα , κρείσσων stronger masc/fem acc comp sg (attic) κρείττονι , κρείσσων stronger dat comp sg (attic) κρείττονε , κρείσσων stronger nom/voc/acc comp dual (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… …   Dictionary of Greek

  • AES Indicum — in Mirabil. Philosopho sic discribitur: Aiunt aes esse in Indis tam lucidum et purum et rubiginis expers, ut colore ab auro non dignoscatur. Sed et inter Darii pocula esse aliquot batiacas, de quibus aliter, quam ex olfactu, diiudicari non possit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • AUCEPS — cognomen Henrici I. Imperatoris quem vide. Est autem Hesychio Auceps ςτρουθιοπιαςὴς, qui aves capit; a Graeco verbo πιέζειν, quod mediô aevô pro capere vel carpere usurpatum est: seu potius πιάζειν, hoc enim eô sensu frequentius. Sic in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • REUS — Actori oppositus est. Postquam enim privatus civis, qui privati nomen deferre in animo habuit, eum in Ius vocavit, et Praetorem in Foro adiens, dicendi potestate acceptâ, postulavit, ut sibi nomen eius deferre liceret, re impetratâ, nomen detulit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μάθηση — Ο όρος με την ευρεία έννοια αναφέρεται στη διαδικασία μέσω της οποίας κάθε έμψυχο ov, από την αμοιβάδα έως τον άνθρωπο, προσαρμόζεται στο περιβάλλον και στις απαιτήσεις του, τροποποιώντας το με τη σειρά του, για να αντλήσει τα μεγαλύτερα οφέλη… …   Dictionary of Greek

  • πηγάζω — ΝΜΑ [πηγή] 1. (για νερό και άλλα ρευστά) αναβρύζω, αναβλύζω, ξεπηδώ 2. μτφ. εκπηγάζω, προέρχομαι, απορρέω (α. «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» β. «διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», Κασσ. γ. «ζωὴ μὲν ἐκ Θεοῡ πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῡ Υἱοῡ… …   Dictionary of Greek

  • προεκδημώ — έω, ΜΑ αποδημώ, ξενιτεύομαι προηγουμένως μσν. μτφ. (για μοναχό) απαρνούμαι τα εγκόσμια («οἶς ἔργον προεκδημῆσαι τοῡ σώματος καὶ ζῶντας τεθνάναι καὶ σώφρονι μανίᾳ τινὶ μεταφοιτᾱν πρὸς τὰ κρείττονα», Θεοφύλ. Σ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκδημῶ… …   Dictionary of Greek

  • Κασσιανή — (9ος αι.). Βυζαντινή ποιήτρια και μελωδός. Ήταν μοναχή και έζησε έως τον θάνατό της στο μοναστήρι που η ίδια ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη. Η παράδοση συνδέει τη ζωή της Κ. με το γνωστό επεισόδιο εκλογής συζύγου από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο. Ο… …   Dictionary of Greek

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”